θηλαστικά

θηλαστικά
τα зоол, млекопитающие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θηλαστικά" в других словарях:

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπόμορφα θηλαστικά — Όρος με τον οποίο περιγράφονται μερικές φορές τα πρωτεύοντα (βλ. λ.) θηλαστικά …   Dictionary of Greek

  • φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύποδα — Θηλαστικά που σήμερα έχουν εκλείψει, οπληφόρα, φυτοφάγα, μεγάλων διαστάσεων. Είχαν πλήρη οδοντοστοιχία με κυνόδοντες πολύ μεγάλους και μυτερούς σε ορισμένα είδη. Τα υπολείμματά τους προέρχονται από τα ηωκαινικά στρώματα της Ευρώπης (γένος… …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

  • αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»